καταστηλώ

καταστηλώ
καταστηλῶ, -όω (Α)
1. γεμίζω με στήλες στις οποίες γράφεται η απόσταση από κάποιο μέρος («ὁδὸς κατεστηλωμένη», Πολ.)
2. στηρίζω κάτι με στήλες («δένδρα ταῑς ῥίζαις κατεστηλωμένα εἰς τὴν γῆν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στηλῶ «στήνω στήλη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”